- σιτέμπορος
- ο хлеботорговец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σιτέμπορος — σιτέμπορος, ο και σιτέμπορας, ο έμπορος σίτου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιτέμπορος — ο, Ν ο έμπορος σιταριού και άλλων δημητριακών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίτος + έμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… … Dictionary of Greek
πυροπώλης — ὁ, Α πωλητής σιτηρών, σιτέμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + πώλης* (< πωλῶ), πρβλ. προβατο πώλης] … Dictionary of Greek
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek
σιταρέμπορος — και σταρέμπορος, ο, Ν ο σιτέμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτάρι / στάρι + έμπορος (πρβλ. φρουτ έμπορος)] … Dictionary of Greek
σιτοκάπηλος — ὁ, Α ο σιτέμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + κάπηλος «μικροπωλητής» (πρβλ. αρχαιο κάπηλος)] … Dictionary of Greek
σιτομεταβόλος — ὁ, Α σιτέμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + μετάβολος «έμπορος, μεταπράτης»] … Dictionary of Greek
σιτοπώλης — ο, ΝΜΑ, και θηλ. τ. σιτόπωλις ώλιδος, Α αυτός που πουλάει σιτάρι, σιτέμπορος αρχ. το θηλ. ως επίθ. φρ. «σιτόπωλις ἀγορά» αγορά όπου πωλείται σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + πώλης*] … Dictionary of Greek
σιταράς — ο σιτέμπορος, έμπορος σιταριών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)